ὀσχέου

ὀσχέου
ὄσχεον
neut gen sg
ὄσχεος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οσχεοπλαστική — η ιατρ. α) η χρησιμοποίηση τού δέρματος τού οσχέου σε πλαστικές επεμβάσεις στην ουρήθρα κ.α. β) η κάλυψη ελλείμματος τού οσχέου σε περίπτωση εξαίρεσής του, συνήθως με μισχωτό κρημνό από τον μηρό …   Dictionary of Greek

  • βουβωνοκήλη — Η προώθηση των σπλάγχνων στον βουβωνικό πόρο. Η πάθηση αυτή οφείλεται στην αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης, που μπορεί να προέλθει από ανύψωση βάρους, δυσκοιλιότητα, έντονο και συνεχή βήχα κ.ά., ή στη χαλάρωση των κοιλιακών τοιχωμάτων. Όταν… …   Dictionary of Greek

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

  • οσχεοαναρτήρας — ο ιατρ. ειδικός επίδεσμος για συγκράτηση τού οσχέου και τών όρχεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < όσχεο + αναρτήρας (< αναρτώ)] …   Dictionary of Greek

  • οσχεοκήλη — η βουβωνοκήλη που έχει κατέλθει στον σάκο τού οσχέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < όσχεο + κήλη. Η λ. μαρτυρείτι από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • οσχεοτομία — η ιατρ. η χειρουργική διάνοιξη τού οσχέου …   Dictionary of Greek

  • πόσθη — Το δέρμα που περιβάλλει το πέος. Πρόκειται για δέρμα λεπτό, λείο, ελαστικό και άτριχο, που αποτελείται από τον δαρτό και τον υποδόριο συνδετικό ιστό. Το τμήμα της π. που καλύπτει τη βάλανο λέγεται ακροποσθία ή ακροβυστία. Η π. αποτελεί συνέχεια… …   Dictionary of Greek

  • στεατοκήλη — η, ΝΑ νεοελλ. στεάτωμα* αρχ. λιπώδης ή σμηγματώδης κήλη τού οσχέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, ατος + κήλη (πρβλ. βρογχο κήλη)] …   Dictionary of Greek

  • υδατιδοκήλη — η, Ν ιατρ. διόγκωση τού οσχέου, που προκαλείται από αύξηση τών διαστάσεων, κυρίως, τής υδατίδας τής επιδιδυμίδας και, σπανιότερα, τής υδατίδας τού Μοργκάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydatidocele < υδατίς, ίδος + κήλη] …   Dictionary of Greek

  • υδροκιρσοκήλη — η / ὑδροκιρσοκήλη, ΝΑ ιατρ. κιρσοκήλη με υδροκήλη, ανεύρυσμα τών αγγείων τών όρχεων και συλλογή υγρού σε τμήμα τού οσχέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + κιρσοκήλη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”